ἀλλοποιός

ἀλλοποιός
ἀλλοποιός
producing otherness
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλλοποιός — ἀλλοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει, που παράγει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + ποιὸς < ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”